raté

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό raté ratés
θηλυκό ratée ratées

raté (fr)

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό raté ratés
θηλυκό ratée ratées

raté (fr) αρσενικό

  1. κάτι το αποτυχημένο
  2. ασυνεχής θόρυβος ενός κινητήρα, που υποδηλώνει την κακή λειτουργία του
  3. (για ανθρώπους) αποτυχημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.