raté
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | raté | ratés |
| θηλυκό | ratée | ratées |
raté (fr) αρσενικό
- κάτι το αποτυχημένο
- ασυνεχής θόρυβος ενός κινητήρα, που υποδηλώνει την κακή λειτουργία του
- (για ανθρώπους) αποτυχημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.