αποτυχημένα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποτυχημένα < αποτυχημένος + -α
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αποτυχημένα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής
αποτυχημένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αποτυχημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.