manqué

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό manqué manqués
θηλυκό manquée manquées

manqué (fr)

  1. αποτυχημένος
    photo manquée - αποτυχημένη φωτογραφία
  2. χαμένος
    occasion manquée - χαμένη ευκαιρία
  3. άστοχος

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
manqué manqués

manqué (fr) αρσενικό

  1. είδος μπισκότου σκεπασμένου με πραλίνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.