προβλεπόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προβλεπόμενος | η | προβλεπόμενη | το | προβλεπόμενο |
| γενική | του | προβλεπόμενου | της | προβλεπόμενης | του | προβλεπόμενου |
| αιτιατική | τον | προβλεπόμενο | την | προβλεπόμενη | το | προβλεπόμενο |
| κλητική | προβλεπόμενε | προβλεπόμενη | προβλεπόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προβλεπόμενοι | οι | προβλεπόμενες | τα | προβλεπόμενα |
| γενική | των | προβλεπόμενων | των | προβλεπόμενων | των | προβλεπόμενων |
| αιτιατική | τους | προβλεπόμενους | τις | προβλεπόμενες | τα | προβλεπόμενα |
| κλητική | προβλεπόμενοι | προβλεπόμενες | προβλεπόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προβλεπόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προβλέπω
Μετοχή
προβλεπόμενος -η -ο
- που προβλέπεται από κάποιο οργανόγραμμα, κανονισμό, συνήθεια κλπ
- έχουν ληφθεί όλα τα προβλεπόμενα μέτρα για την περίπτωση σεισμού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.