αποτρεπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποτρεπτικός η αποτρεπτική το αποτρεπτικό
      γενική του αποτρεπτικού της αποτρεπτικής του αποτρεπτικού
    αιτιατική τον αποτρεπτικό την αποτρεπτική το αποτρεπτικό
     κλητική αποτρεπτικέ αποτρεπτική αποτρεπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποτρεπτικοί οι αποτρεπτικές τα αποτρεπτικά
      γενική των αποτρεπτικών των αποτρεπτικών των αποτρεπτικών
    αιτιατική τους αποτρεπτικούς τις αποτρεπτικές τα αποτρεπτικά
     κλητική αποτρεπτικοί αποτρεπτικές αποτρεπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποτρεπτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποτρεπτικός (αρχαία σημασία: ικανός να πείσει) [1] Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + τρέπ(ω) + -τικός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.tɾe.ptiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποτρεπτικός

Επίθετο

αποτρεπτικός, -ή, -ό

  1. που αποτρέπει ή μπορεί να αποτρέψει
     αντώνυμα: προτρεπτικός
  2. (σπάνιο) αποτροπαϊκός

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις αποτρέπω, από και τρέπω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.