αποτροπιασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αποτροπιασμός | οι | αποτροπιασμοί |
| γενική | του | αποτροπιασμού | των | αποτροπιασμών |
| αιτιατική | τον | αποτροπιασμό | τους | αποτροπιασμούς |
| κλητική | αποτροπιασμέ | αποτροπιασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποτροπιασμός < (ελληνιστική κοινή) ἀποτροπιασμός (που σήμαινε: τελετή για την αποτροπή του κακού) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική exécration
Ουσιαστικό
αποτροπιασμός αρσενικό
- το έντονα άσχημο, το φρικιαστικό συναίσθημα που αισθανόμαστε εξαιτίας κάποιου πολύ αποκρουστικού γεγονότος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.