αποστείρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστείρωση οι αποστειρώσεις
      γενική της αποστείρωσης* των αποστειρώσεων
    αιτιατική την αποστείρωση τις αποστειρώσεις
     κλητική αποστείρωση αποστειρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστειρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποστείρωση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀποστείρω(σις) (στειρότητα) + -ση[1] < (ελληνιστική κοινή) ἀποστειρόω / ἀποστειρῶ < ἀπό + στειρόω / στειρῶ < αρχαία ελληνική στεῖρος, απόδοση για τη γαλλική stérilisation[2]

Ουσιαστικό

αποστείρωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αποστείρωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.