στειρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στειρώνω < (ελληνιστική κοινή) στειρῶ < αρχαία ελληνική στεῖρος
Ρήμα
στειρώνω
- κάνω κάτι στείρο, του αφαιρώ τη δυνατότητα αναπαραγωγής με χειρουργικό, χημικό ή άλλον τρόπο
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στειρώνω | στείρωνα | θα στειρώνω | να στειρώνω | στειρώνοντας | |
| β' ενικ. | στειρώνεις | στείρωνες | θα στειρώνεις | να στειρώνεις | στείρωνε | |
| γ' ενικ. | στειρώνει | στείρωνε | θα στειρώνει | να στειρώνει | ||
| α' πληθ. | στειρώνουμε | στειρώναμε | θα στειρώνουμε | να στειρώνουμε | ||
| β' πληθ. | στειρώνετε | στειρώνατε | θα στειρώνετε | να στειρώνετε | στειρώνετε | |
| γ' πληθ. | στειρώνουν(ε) | στείρωναν στειρώναν(ε) |
θα στειρώνουν(ε) | να στειρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στείρωσα | θα στειρώσω | να στειρώσω | στειρώσει | ||
| β' ενικ. | στείρωσες | θα στειρώσεις | να στειρώσεις | στείρωσε | ||
| γ' ενικ. | στείρωσε | θα στειρώσει | να στειρώσει | |||
| α' πληθ. | στειρώσαμε | θα στειρώσουμε | να στειρώσουμε | |||
| β' πληθ. | στειρώσατε | θα στειρώσετε | να στειρώσετε | στειρώστε | ||
| γ' πληθ. | στείρωσαν στειρώσαν(ε) |
θα στειρώσουν(ε) | να στειρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στειρώσει | είχα στειρώσει | θα έχω στειρώσει | να έχω στειρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στειρώσει | είχες στειρώσει | θα έχεις στειρώσει | να έχεις στειρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στειρώσει | είχε στειρώσει | θα έχει στειρώσει | να έχει στειρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στειρώσει | είχαμε στειρώσει | θα έχουμε στειρώσει | να έχουμε στειρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στειρώσει | είχατε στειρώσει | θα έχετε στειρώσει | να έχετε στειρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στειρώσει | είχαν στειρώσει | θα έχουν στειρώσει | να έχουν στειρώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.