στειρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στειρότητα οι στειρότητες
      γενική της στειρότητας των στειροτήτων
    αιτιατική τη στειρότητα τις στειρότητες
     κλητική στειρότητα στειρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στειρότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στειρότητα θηλυκό

  • έλλειψη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.