απολύμανση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απολύμανση | οι | απολυμάνσεις |
| γενική | της | απολύμανσης* | των | απολυμάνσεων |
| αιτιατική | την | απολύμανση | τις | απολυμάνσεις |
| κλητική | απολύμανση | απολυμάνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απολυμάνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απολύμανση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
απολύμανση θηλυκό
- ο καθαρισμός ενός χώρου ή του σώματος ώστε να απομακρυνθούν οι νοσογόνοι μικροοργανισμοί
- τα συνεργεία του δήμου έκαναν απολύμανση στις δημοτικές τουαλέτες
Συγγενικά
Μεταφράσεις
απολύμανση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.