αποστειρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αποστειρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποστειρώνω
- θα αποστειρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποστειρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αποστειρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποστείρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.