αποκαλύψεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αποκαλύψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκαλύπτω
- θα αποκαλύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκαλύπτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αποκαλύψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκάλυψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.