αποκαλύψεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποκαλύψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκαλύπτω
  2. θα αποκαλύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκαλύπτω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποκαλύψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκάλυψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.