ξεσκέπασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεσκέπασμα | τα | ξεσκεπάσματα |
| γενική | του | ξεσκεπάσματος | των | ξεσκεπασμάτων |
| αιτιατική | το | ξεσκέπασμα | τα | ξεσκεπάσματα |
| κλητική | ξεσκέπασμα | ξεσκεπάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεσκέπασμα < ξεσκεπάζω
Ουσιαστικό
ξεσκέπασμα ουδέτερο
- η αφαίρεση του σκεπάσματος από το κρεβάτι, σκεπασμένα έπιπλα, ΙΧ κ.λπ. αντικείμενα
- η αφαίρεση των στοιχείων που σκέπαζαν ή συσκότιζαν την αλήθεια, η αποκάλυψή της
Μεταφράσεις
ξεσκέπασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.