συγκάλυψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συγκάλυψη | οι | συγκαλύψεις |
| γενική | της | συγκάλυψης* | των | συγκαλύψεων |
| αιτιατική | τη | συγκάλυψη | τις | συγκαλύψεις |
| κλητική | συγκάλυψη | συγκαλύψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συγκαλύψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συγκάλυψη < συγκαλύπτω
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
συγκάλυψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.