συγκάλυψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκάλυψη οι συγκαλύψεις
      γενική της συγκάλυψης* των συγκαλύψεων
    αιτιατική τη συγκάλυψη τις συγκαλύψεις
     κλητική συγκάλυψη συγκαλύψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκαλύψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγκάλυψη < συγκαλύπτω

Ουσιαστικό

συγκάλυψη θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκαλύπτω
  2. απόκρυψη, παρασιώπηση

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.