διαβατάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαβατάρικος η διαβατάρικη το διαβατάρικο
      γενική του διαβατάρικου της διαβατάρικης του διαβατάρικου
    αιτιατική τον διαβατάρικο τη διαβατάρικη το διαβατάρικο
     κλητική διαβατάρικε διαβατάρικη διαβατάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαβατάρικοι οι διαβατάρικες τα διαβατάρικα
      γενική των διαβατάρικων των διαβατάρικων των διαβατάρικων
    αιτιατική τους διαβατάρικους τις διαβατάρικες τα διαβατάρικα
     κλητική διαβατάρικοι διαβατάρικες διαβατάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαβατάρικος < διαβατάρης + -ικος

Επίθετο

διαβατάρικος -η -ο

  1. που διαβαίνει, που περνάει από ένα μέρος ταξιδεύοντας
    Με διαβατάρικα πουλιά έρωτα να μην πιάνεις (Δημοτικό τραγούδι)
  2. που διαρκεί σύντομο χρονικό διάστημα
     συνώνυμα: εφήμερος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.