διαβατάρικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαβατάρικος | η | διαβατάρικη | το | διαβατάρικο |
| γενική | του | διαβατάρικου | της | διαβατάρικης | του | διαβατάρικου |
| αιτιατική | τον | διαβατάρικο | τη | διαβατάρικη | το | διαβατάρικο |
| κλητική | διαβατάρικε | διαβατάρικη | διαβατάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαβατάρικοι | οι | διαβατάρικες | τα | διαβατάρικα |
| γενική | των | διαβατάρικων | των | διαβατάρικων | των | διαβατάρικων |
| αιτιατική | τους | διαβατάρικους | τις | διαβατάρικες | τα | διαβατάρικα |
| κλητική | διαβατάρικοι | διαβατάρικες | διαβατάρικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαβατάρικος < διαβατάρης + -ικος
Επίθετο
διαβατάρικος -η -ο
- που διαβαίνει, που περνάει από ένα μέρος ταξιδεύοντας
- Με διαβατάρικα πουλιά έρωτα να μην πιάνεις (Δημοτικό τραγούδι)
- που διαρκεί σύντομο χρονικό διάστημα
Μεταφράσεις
διαβατάρικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.