επιδημητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιδημητικός | η | επιδημητική | το | επιδημητικό |
| γενική | του | επιδημητικού | της | επιδημητικής | του | επιδημητικού |
| αιτιατική | τον | επιδημητικό | την | επιδημητική | το | επιδημητικό |
| κλητική | επιδημητικέ | επιδημητική | επιδημητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιδημητικοί | οι | επιδημητικές | τα | επιδημητικά |
| γενική | των | επιδημητικών | των | επιδημητικών | των | επιδημητικών |
| αιτιατική | τους | επιδημητικούς | τις | επιδημητικές | τα | επιδημητικά |
| κλητική | επιδημητικοί | επιδημητικές | επιδημητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιδημητικός < αρχαία ελληνική ἐπιδημητικός < ἐπί + δῆμος
Επίθετο
επιδημητικός, -ή, -ό
- που δεν μετακινείται από τον τόπο του, που δεν μεταναστεύει
- (ουσιαστικοποιημένο) επιδημητικά: πουλιά (ή ψάρια) που δεν μεταναστεύουν σε θερμότερους τόπους, για να περάσουν το χειμώνα
Μεταφράσεις
επιδημητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.