ἀποδημητικός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀποδημητικός ἀποδημητική τὸ ἀποδημητικόν
      γενική τοῦ ἀποδημητικοῦ τῆς ἀποδημητικῆς τοῦ ἀποδημητικοῦ
      δοτική τῷ ἀποδημητικ τῇ ἀποδημητικ τῷ ἀποδημητικ
    αιτιατική τὸν ἀποδημητικόν τὴν ἀποδημητικήν τὸ ἀποδημητικόν
     κλητική ! ἀποδημητικέ ἀποδημητική ἀποδημητικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀποδημητικοί αἱ ἀποδημητικαί τὰ ἀποδημητικᾰ́
      γενική τῶν ἀποδημητικῶν τῶν ἀποδημητικῶν τῶν ἀποδημητικῶν
      δοτική τοῖς ἀποδημητικοῖς ταῖς ἀποδημητικαῖς τοῖς ἀποδημητικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀποδημητικούς τὰς ἀποδημητικᾱ́ς τὰ ἀποδημητικᾰ́
     κλητική ! ἀποδημητικοί ἀποδημητικαί ἀποδημητικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀποδημητικώ τὼ ἀποδημητικᾱ́ τὼ ἀποδημητικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀποδημητικοῖν τοῖν ἀποδημητικαῖν τοῖν ἀποδημητικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀποδημητικός < ἀπό + δῆμος

Επίθετο

ἀποδημητικός, -ή, -όν

  1. που του αρέσουν τα ταξίδια
  2. διαβατικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.