διαβατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαβατικός | η | διαβατική | το | διαβατικό |
| γενική | του | διαβατικού | της | διαβατικής | του | διαβατικού |
| αιτιατική | τον | διαβατικό | τη | διαβατική | το | διαβατικό |
| κλητική | διαβατικέ | διαβατική | διαβατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαβατικοί | οι | διαβατικές | τα | διαβατικά |
| γενική | των | διαβατικών | των | διαβατικών | των | διαβατικών |
| αιτιατική | τους | διαβατικούς | τις | διαβατικές | τα | διαβατικά |
| κλητική | διαβατικοί | διαβατικές | διαβατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαβατικός < (ελληνιστική κοινή) διαβατικός < διαβαίνω
Επίθετο
διαβατικός, -ή, ό
- που διέρχεται, που περνάει
- ※ Ένας διαβατικός πελαργός, χτυπημένος, έπεσε πίσω απ' τα χαρακώματά μας, νεκρός. (Γιάννης Σκαρίμπας Φυγή προς τα εμπρός [διήγημα])
- ≈ συνώνυμα: περαστικός
- πρόσκαιρος
Μεταφράσεις
διαβατικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.