απαντάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
απαντάω < απαντώ] (< (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀπαντῶ[1], συνηρημένο του ἀπαντάω < ἀπό + ἀντάω) + νεοελληνικό επίθημα -άω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.panˈda.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐ντά‐ω
Ρήμα
απαντάω/απαντώ, αόρ.: απάντησα, παθ.φωνή: απαντιέμαι/απαντώμαι, μτχ.π.π.: απαντημένος
- (αμετάβατο)
- δίνω απάντηση σε ερώτημα, αποκρίνομαι
- ※ «Η Ιωάννα δεν απάντησε, τηρώντας την απόφαση που είχε πάρει να μη μιλήσει καθόλου.» (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) φέρνω ένα αντεπιχείρημα σε διάλογο
- ↪ Και τι απάντησε η πολιτική αγωγή στα επιχειρήματα του συνηγόρου;
- (μεταφορικά) αντιδρώ σε κάτι
- ↪ Κι εκείνος πώς απάντησε σε αυτή την πρόκληση;
- (λόγιο, με παθητική φωνή απαντώμαι → δείτε τη λέξη απαντώ
- δίνω απάντηση σε ερώτημα, αποκρίνομαι
- (μεταβατικό)
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) συναντώ τυχαία
- ↪ Τον απάντησα στο κέντρο, ενώ έψαχνα για ταξί
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) συναντώ τυχαία
Εκφράσεις
- μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε έγινε άφαντος, έσπευσε να εξαφανιστεί, εξαφανίστηκε
Συγγενικά
Σύνθετα
- αναπάντητος
- ανταπαντάω / ανταπαντώ
- ανταπάντηση
- συναπαντώ
- συναπάντημα
- ξαναπαντώ
- πρωταπαντώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απαντάω - απαντώ | απαντούσα | θα απαντάω - απαντώ | να απαντάω - απαντώ | απαντώντας | |
| β' ενικ. | απαντάς | απαντούσες | θα απαντάς | να απαντάς | απάντα - απάνταγε | |
| γ' ενικ. | απαντάει - απαντά | απαντούσε | θα απαντάει - απαντά | να απαντάει - απαντά | ||
| α' πληθ. | απαντάμε - απαντούμε | απαντούσαμε | θα απαντάμε - απαντούμε | να απαντάμε - απαντούμε | ||
| β' πληθ. | απαντάτε | απαντούσατε | θα απαντάτε | να απαντάτε | απαντάτε | |
| γ' πληθ. | απαντάν(ε) - απαντούν(ε) | απαντούσαν(ε) | θα απαντάν(ε) - απαντούν(ε) | να απαντάν(ε) - απαντούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απάντησα | θα απαντήσω | να απαντήσω | απαντήσει | ||
| β' ενικ. | απάντησες | θα απαντήσεις | να απαντήσεις | απάντα - απάντησε | ||
| γ' ενικ. | απάντησε | θα απαντήσει | να απαντήσει | |||
| α' πληθ. | απαντήσαμε | θα απαντήσουμε | να απαντήσουμε | |||
| β' πληθ. | απαντήσατε | θα απαντήσετε | να απαντήσετε | απαντήστε | ||
| γ' πληθ. | απάντησαν απαντήσαν(ε) |
θα απαντήσουν(ε) | να απαντήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απαντήσει | είχα απαντήσει | θα έχω απαντήσει | να έχω απαντήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απαντήσει | είχες απαντήσει | θα έχεις απαντήσει | να έχεις απαντήσει | έχε απαντημένο | |
| γ' ενικ. | έχει απαντήσει | είχε απαντήσει | θα έχει απαντήσει | να έχει απαντήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απαντήσει | είχαμε απαντήσει | θα έχουμε απαντήσει | να έχουμε απαντήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απαντήσει | είχατε απαντήσει | θα έχετε απαντήσει | να έχετε απαντήσει | έχετε απαντημένο | |
| γ' πληθ. | έχουν απαντήσει | είχαν απαντήσει | θα έχουν απαντήσει | να έχουν απαντήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) απαντημένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) απαντημένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) απαντημένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) απαντημένο | |||||
Παθητικές φωνές:
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- απαντώ, απαντάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.