απαντώμαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.panˈdo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐ντώ‐μαι
Ρήμα
απαντώμαι, π.αόρ.: απαντήθηκα, μτχ.π.π.: απαντημένος, και δείτε απαντάω, (ενεργ.: απαντώ)
- παθητική φωνή του ρήματος απαντώ
- απαντιέμαι (παθητικό του απαντάω)
Κλίση
→ δείτε τη λέξη απαντάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.