ἀπαντάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀπαντάω - ἀπαντῶ (συνηρημένο)
- πάω να συναντήσω, συναντώ
- αντιμετωπίζω
- ανθίσταμαι
- ανακαλύπτω
- προκόπτω
- καταφεύγω
- συμβαίνω
- απαντώ, αποκρίνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.