ἀπαντάω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀπαντάω < ἀπό + ἀντάω

Ρήμα

ἀπαντάω - ἀπαντῶ (συνηρημένο)

  1. πάω να συναντήσω, συναντώ
  2. αντιμετωπίζω
  3. ανθίσταμαι
  4. ανακαλύπτω
  5. προκόπτω
  6. καταφεύγω
  7. συμβαίνω
  8. απαντώ, αποκρίνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.