αντεπιχείρημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αντεπιχείρημα | τα | αντεπιχειρήματα |
| γενική | του | αντεπιχειρήματος | των | αντεπιχειρημάτων |
| αιτιατική | το | αντεπιχείρημα | τα | αντεπιχειρήματα |
| κλητική | αντεπιχείρημα | αντεπιχειρήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντεπιχείρημα < αντι- + επιχείρημα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική counterargument)
Ουσιαστικό
αντεπιχείρημα ουδέτερο
- επιχείρημα με το οποίο αντικρούουμε ή ανασκευάζουμε άλλο επιχείρημα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αντί, επιχείρημα, επιχειρώ και χέρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.