ανταπαντώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.da.panˈdo/
Συγγενικά
- ανταπάντηση
- → δείτε τις λέξεις και απαντώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανταπαντάω - ανταπαντώ | ανταπαντούσα | θα ανταπαντάω - ανταπαντώ | να ανταπαντάω - ανταπαντώ | ανταπαντώντας | |
| β' ενικ. | ανταπαντάς | ανταπαντούσες | θα ανταπαντάς | να ανταπαντάς | ανταπάντα - ανταπάνταγε | |
| γ' ενικ. | ανταπαντάει - ανταπαντά | ανταπαντούσε | θα ανταπαντάει - ανταπαντά | να ανταπαντάει - ανταπαντά | ||
| α' πληθ. | ανταπαντάμε - ανταπαντούμε | ανταπαντούσαμε | θα ανταπαντάμε - ανταπαντούμε | να ανταπαντάμε - ανταπαντούμε | ||
| β' πληθ. | ανταπαντάτε | ανταπαντούσατε | θα ανταπαντάτε | να ανταπαντάτε | ανταπαντάτε | |
| γ' πληθ. | ανταπαντάν(ε) - ανταπαντούν(ε) | ανταπαντούσαν(ε) | θα ανταπαντάν(ε) - ανταπαντούν(ε) | να ανταπαντάν(ε) - ανταπαντούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανταπάντησα | θα ανταπαντήσω | να ανταπαντήσω | ανταπαντήσει | ||
| β' ενικ. | ανταπάντησες | θα ανταπαντήσεις | να ανταπαντήσεις | ανταπάντα - ανταπάντησε | ||
| γ' ενικ. | ανταπάντησε | θα ανταπαντήσει | να ανταπαντήσει | |||
| α' πληθ. | ανταπαντήσαμε | θα ανταπαντήσουμε | να ανταπαντήσουμε | |||
| β' πληθ. | ανταπαντήσατε | θα ανταπαντήσετε | να ανταπαντήσετε | ανταπαντήστε | ||
| γ' πληθ. | ανταπάντησαν ανταπαντήσαν(ε) |
θα ανταπαντήσουν(ε) | να ανταπαντήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανταπαντήσει | είχα ανταπαντήσει | θα έχω ανταπαντήσει | να έχω ανταπαντήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανταπαντήσει | είχες ανταπαντήσει | θα έχεις ανταπαντήσει | να έχεις ανταπαντήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανταπαντήσει | είχε ανταπαντήσει | θα έχει ανταπαντήσει | να έχει ανταπαντήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανταπαντήσει | είχαμε ανταπαντήσει | θα έχουμε ανταπαντήσει | να έχουμε ανταπαντήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανταπαντήσει | είχατε ανταπαντήσει | θα έχετε ανταπαντήσει | να έχετε ανταπαντήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανταπαντήσει | είχαν ανταπαντήσει | θα έχουν ανταπαντήσει | να έχουν ανταπαντήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.