αποκρίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκρίνομαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀποκρίνομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + κρίνομαι
Ρήμα
αποκρίνομαι, π.αόρ.: αποκρίθηκα (αποθετικό ρήμα)
- απαντώ
- ※ Αυτά ήθελα να σου πω, γι' αυτό σε φώναξα• και τώρα ζύγιασε καλά τα όσα άκουσες κι αποκρίσου. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- ανταποκρίνομαι
Συγγενικά
- ανταποκρίνομαι
- αποκρινόμενος (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- απόκριση
- → και δείτε τη λέξη κρίνω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
αποκρίνομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.