απαντημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαντημένος | η | απαντημένη | το | απαντημένο |
| γενική | του | απαντημένου | της | απαντημένης | του | απαντημένου |
| αιτιατική | τον | απαντημένο | την | απαντημένη | το | απαντημένο |
| κλητική | απαντημένε | απαντημένη | απαντημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαντημένοι | οι | απαντημένες | τα | απαντημένα |
| γενική | των | απαντημένων | των | απαντημένων | των | απαντημένων |
| αιτιατική | τους | απαντημένους | τις | απαντημένες | τα | απαντημένα |
| κλητική | απαντημένοι | απαντημένες | απαντημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απαντημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαντώ
Μεταφράσεις
απαντημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.