αιχμαλωσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιχμαλωσία οι αιχμαλωσίες
      γενική της αιχμαλωσίας των αιχμαλωσιών
    αιτιατική την αιχμαλωσία τις αιχμαλωσίες
     κλητική αιχμαλωσία αιχμαλωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιχμαλωσία < (ελληνιστική κοινή) αἰχμαλωσία < αρχαία ελληνική αἰχμάλωτος

Ουσιαστικό

αιχμαλωσία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.