αορτή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αορτή οι αορτές
      γενική της αορτής των αορτών
    αιτιατική την αορτή τις αορτές
     κλητική αορτή αορτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αορτή

Ετυμολογία

αορτή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀορτή < ἀείρω < πρωτοελληνική *aweřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wer- + *-yéti

Προφορά

ΔΦΑ : /a.oɾˈti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αορτή
παρώνυμο: εορτή

Ουσιαστικό

αορτή θηλυκό

  • (ανατομία) μεγάλη αρτηρία του κυκλοφορικού συστήματος των θηλαστικών που ξεκινά από την καρδιά και στέλνει οξυγονωμένο αίμα προς τα κύρια μέρη του σώματος αλλά και την ίδια την καρδιά με τις στεφανιαίες αρτηρίες που εκφύονται από αυτή

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • ανεύρυσμα αορτής
  • θωρακική αορτή
  • κοιλιακή αορτή
  • ρήξη αορτής
  • στένωση αορτής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.