αορτογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αορτογραφία | οι | αορτογραφίες |
| γενική | της | αορτογραφίας | των | αορτογραφιών |
| αιτιατική | την | αορτογραφία | τις | αορτογραφίες |
| κλητική | αορτογραφία | αορτογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αορτογραφία θηλυκό
- (ιατρική) (νεολογισμός) η απεικόνιση της αορτής για τη διευκόλυνση της διάγνωσης παθήσεων
Μεταφράσεις
αορτογραφία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.