αορτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αορτικός η αορτική το αορτικό
      γενική του αορτικού της αορτικής του αορτικού
    αιτιατική τον αορτικό την αορτική το αορτικό
     κλητική αορτικέ αορτική αορτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αορτικοί οι αορτικές τα αορτικά
      γενική των αορτικών των αορτικών των αορτικών
    αιτιατική τους αορτικούς τις αορτικές τα αορτικά
     κλητική αορτικοί αορτικές αορτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αορτικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική aortique[1] < aorte < αρχαία ελληνική ἀορτή (αντιδάνειο) < ἀείρω < πρωτοελληνική *aweřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wer- + *-yéti

Επίθετο

αορτικός, -ή, -ό

  • (ανατομία) που έχει σχέση με την αορτή ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.