ανόρθωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανόρθωση | οι | ανορθώσεις |
| γενική | της | ανόρθωσης* | των | ανορθώσεων |
| αιτιατική | την | ανόρθωση | τις | ανορθώσεις |
| κλητική | ανόρθωση | ανορθώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανορθώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανόρθωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνόρθω(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἀνορθόω / ἀνορθῶ < ἀνά αν- ὀρθόω / ὀρθῶ < ὀρθός
- για την ηλεκτρολογία > σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική redressement [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈnoɾ.θo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νόρ‐θω‐ση
Ουσιαστικό
ανόρθωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανορθώνω
- (ηλεκτρολογία) η διαδικασία μετατροπής του εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές με τη χρήση ενός ανορθωτή
Μεταφράσεις
σήκωμα ψηλά
|
(για την ηλεκτρολογία)
Αναφορές
- ανόρθωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.