ἀνά

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀνά < αρχαία ελληνική ἐπάνω (για κάποιους όμως άγνωστης ετυμολογίας)

Πρόθεση

ἀνά

  1. (με γενική) επάνω
  2. (με δοτική) επάνω (χωρίς την έννοια της κίνησης)
  3. (με αιτιατική) (για τόπο) από κάτω προς τα πάνω
  4. (με αιτιατική) για όσο εκτείνεται κάτι

Σημειώσεις

  • η πολύ αρχαία χρήση του επιρρήματος ἀνά υποχώρησε και απέμεινε η χρήση της άκλιτης λέξης ως πρόθεσης, καθώς το επίρρημα ενσωματώθηκε στο ρήμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.