ανορθώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανορθώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνορθῶ συνηρημένου τύπου του ἀνορθόω + -ώνω[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αν- + ρθώνω
Ρήμα
ανορθώνω
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανορθώνω | ανόρθωνα | θα ανορθώνω | να ανορθώνω | ανορθώνοντας | |
| β' ενικ. | ανορθώνεις | ανόρθωνες | θα ανορθώνεις | να ανορθώνεις | ανόρθωνε | |
| γ' ενικ. | ανορθώνει | ανόρθωνε | θα ανορθώνει | να ανορθώνει | ||
| α' πληθ. | ανορθώνουμε | ανορθώναμε | θα ανορθώνουμε | να ανορθώνουμε | ||
| β' πληθ. | ανορθώνετε | ανορθώνατε | θα ανορθώνετε | να ανορθώνετε | ανορθώνετε | |
| γ' πληθ. | ανορθώνουν(ε) | ανόρθωναν ανορθώναν(ε) |
θα ανορθώνουν(ε) | να ανορθώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανόρθωσα | θα ανορθώσω | να ανορθώσω | ανορθώσει | ||
| β' ενικ. | ανόρθωσες | θα ανορθώσεις | να ανορθώσεις | ανόρθωσε | ||
| γ' ενικ. | ανόρθωσε | θα ανορθώσει | να ανορθώσει | |||
| α' πληθ. | ανορθώσαμε | θα ανορθώσουμε | να ανορθώσουμε | |||
| β' πληθ. | ανορθώσατε | θα ανορθώσετε | να ανορθώσετε | ανορθώστε | ||
| γ' πληθ. | ανόρθωσαν ανορθώσαν(ε) |
θα ανορθώσουν(ε) | να ανορθώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανορθώσει | είχα ανορθώσει | θα έχω ανορθώσει | να έχω ανορθώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανορθώσει | είχες ανορθώσει | θα έχεις ανορθώσει | να έχεις ανορθώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανορθώσει | είχε ανορθώσει | θα έχει ανορθώσει | να έχει ανορθώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανορθώσει | είχαμε ανορθώσει | θα έχουμε ανορθώσει | να έχουμε ανορθώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανορθώσει | είχατε ανορθώσει | θα έχετε ανορθώσει | να έχετε ανορθώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανορθώσει | είχαν ανορθώσει | θα έχουν ανορθώσει | να έχουν ανορθώσει |
| |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ανορθώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.