παραμόρφωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραμόρφωση | οι | παραμορφώσεις |
| γενική | της | παραμόρφωσης* | των | παραμορφώσεων |
| αιτιατική | την | παραμόρφωση | τις | παραμορφώσεις |
| κλητική | παραμόρφωση | παραμορφώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παραμορφώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραμόρφωση < παραμορφώνω + -ση
Ουσιαστικό
παραμόρφωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραμορφώνω
- (μουσική) εφέ κιθάρας ή πετάλι που κάνει τον ήχο τραχύ (υπάρχουν και κιθαροπετάλια άλλης διαμόρφωσης)
Μεταφράσεις
παραμόρφωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.