υπομονή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπομονή | οι | υπομονές |
| γενική | της | υπομονής | των | υπομονών |
| αιτιατική | την | υπομονή | τις | υπομονές |
| κλητική | υπομονή | υπομονές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπομονή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὑπομονή < ὑπομένω
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.moˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐μο‐νή
Ουσιαστικό
υπομονή θηλυκό
- (για πρόσωπα ή ζώα) η ικανότητα του να περιμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα ένα αποτέλεσμα ή μία εξέλιξη πριν ενεργήσει
- ↪ Η γάτα κάθεται και κοιτάζει την τρύπα του ποντικιού ώρες αμέτρητες με απέραντη υπομονή.
- ↪ Ας μην πάρουμε βιαστικές αποφάσεις για τη δομή του έργου πριν έχουμε τις σχετικές πληροφορίες, ας κάνουμε λίγη υπομονή.
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- Υπομονή (όνομα)
- υπομένω
- υπομονετικός
- → και δείτε τη λέξη υπομένω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.