καρτερία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρτερία οι καρτερίες
      γενική της καρτερίας των καρτεριών
    αιτιατική την καρτερία τις καρτερίες
     κλητική καρτερία καρτερίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρτερία < καρτερ(ώ) + -ία

Ουσιαστικό

καρτερία θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.