ἀντοχή

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀντοχή αἱ ἀντοχαί
      γενική τῆς ἀντοχῆς τῶν ἀντοχῶν
      δοτική τῇ ἀντοχ ταῖς ἀντοχαῖς
    αιτιατική τὴν ἀντοχήν τὰς ἀντοχᾱ́ς
     κλητική ! ἀντοχή ἀντοχαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀντοχᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀντοχαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀντοχή < αρχαία ελληνική ἀντέχω < ἀντί + ἔχω

Ουσιαστικό

ἀντοχή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. προσκόλληση, προσήλωση
  2. συνοχή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.