ανοικοκύρευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοικοκύρευτος η ανοικοκύρευτη το ανοικοκύρευτο
      γενική του ανοικοκύρευτου της ανοικοκύρευτης του ανοικοκύρευτου
    αιτιατική τον ανοικοκύρευτο την ανοικοκύρευτη το ανοικοκύρευτο
     κλητική ανοικοκύρευτε ανοικοκύρευτη ανοικοκύρευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοικοκύρευτοι οι ανοικοκύρευτες τα ανοικοκύρευτα
      γενική των ανοικοκύρευτων των ανοικοκύρευτων των ανοικοκύρευτων
    αιτιατική τους ανοικοκύρευτους τις ανοικοκύρευτες τα ανοικοκύρευτα
     κλητική ανοικοκύρευτοι ανοικοκύρευτες ανοικοκύρευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανοικοκύρευτος < α- + νοικοκυρεύω + -τος

Επίθετο

ανοικοκύρευτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει νοικοκυρευτεί
     αντώνυμα: νοικοκυρεμένος
  2. που δεν έχει τακτοποιηθεί
     συνώνυμα: ατακτοποίητος, ακατάστατος
  3. (μεταφορικά) που δεν έχει παντρευτεί
     συνώνυμα: ανύμφευτος, ανύπαντρος, εργένης
     αντώνυμα: νοικοκυρεμένος, παντρεμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.