εργένης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εργένης οι εργένηδες
      γενική του εργένη των εργένηδων
    αιτιατική τον εργένη τους εργένηδες
     κλητική εργένη εργένηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εργένης < (άμεσο δάνειο) τουρκική ergen

Προφορά

ΔΦΑ : /eɾˈʝe.nis/

Ουσιαστικό

εργένης αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.