νοικοκυρεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νοικοκυρεύω < είτε νοικοκύρ(ης) + -εύω,[1] όπως και η μεσαιωνική ελληνική οἰκοκυρεύω[2] είτε κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική νοικοκυρεύω, [3][4] μορφή του οἰκοκυρεύω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ni.ko.ciˈɾe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νοι‐κο‐κυ‐ρεύ‐ω
Ρήμα
νοικοκυρεύω, αόρ.: νοικοκύρεψα, παθ.φωνή: νοικοκυρεύομαι, π.αόρ.: νοικοκυρεύτηκα, μτχ.π.π.: νοικοκυρεμένος
Συγγενικά
- ανοικοκύρευτος
- νοικοκύρεμα
- νοικοκυρεμένος
→ και δείτε τις λέξεις νοικοκύρης, οίκος και κύριος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νοικοκυρεύω | νοικοκύρευα | θα νοικοκυρεύω | να νοικοκυρεύω | νοικοκυρεύοντας | |
| β' ενικ. | νοικοκυρεύεις | νοικοκύρευες | θα νοικοκυρεύεις | να νοικοκυρεύεις | νοικοκύρευε | |
| γ' ενικ. | νοικοκυρεύει | νοικοκύρευε | θα νοικοκυρεύει | να νοικοκυρεύει | ||
| α' πληθ. | νοικοκυρεύουμε | νοικοκυρεύαμε | θα νοικοκυρεύουμε | να νοικοκυρεύουμε | ||
| β' πληθ. | νοικοκυρεύετε | νοικοκυρεύατε | θα νοικοκυρεύετε | να νοικοκυρεύετε | νοικοκυρεύετε | |
| γ' πληθ. | νοικοκυρεύουν(ε) | νοικοκύρευαν νοικοκυρεύαν(ε) |
θα νοικοκυρεύουν(ε) | να νοικοκυρεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νοικοκύρεψα | θα νοικοκυρέψω | να νοικοκυρέψω | νοικοκυρέψει | ||
| β' ενικ. | νοικοκύρεψες | θα νοικοκυρέψεις | να νοικοκυρέψεις | νοικοκύρεψε | ||
| γ' ενικ. | νοικοκύρεψε | θα νοικοκυρέψει | να νοικοκυρέψει | |||
| α' πληθ. | νοικοκυρέψαμε | θα νοικοκυρέψουμε | να νοικοκυρέψουμε | |||
| β' πληθ. | νοικοκυρέψατε | θα νοικοκυρέψετε | να νοικοκυρέψετε | νοικοκυρέψτε | ||
| γ' πληθ. | νοικοκύρεψαν νοικοκυρέψαν(ε) |
θα νοικοκυρέψουν(ε) | να νοικοκυρέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω νοικοκυρέψει | είχα νοικοκυρέψει | θα έχω νοικοκυρέψει | να έχω νοικοκυρέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις νοικοκυρέψει | είχες νοικοκυρέψει | θα έχεις νοικοκυρέψει | να έχεις νοικοκυρέψει | έχε νοικοκυρεμένο | |
| γ' ενικ. | έχει νοικοκυρέψει | είχε νοικοκυρέψει | θα έχει νοικοκυρέψει | να έχει νοικοκυρέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε νοικοκυρέψει | είχαμε νοικοκυρέψει | θα έχουμε νοικοκυρέψει | να έχουμε νοικοκυρέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε νοικοκυρέψει | είχατε νοικοκυρέψει | θα έχετε νοικοκυρέψει | να έχετε νοικοκυρέψει | έχετε νοικοκυρεμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν νοικοκυρέψει | είχαν νοικοκυρέψει | θα έχουν νοικοκυρέψει | να έχουν νοικοκυρέψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) νοικοκυρεμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) νοικοκυρεμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) νοικοκυρεμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) νοικοκυρεμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νοικοκυρεύομαι | νοικοκυρευόμουν(α) | θα νοικοκυρεύομαι | να νοικοκυρεύομαι | ||
| β' ενικ. | νοικοκυρεύεσαι | νοικοκυρευόσουν(α) | θα νοικοκυρεύεσαι | να νοικοκυρεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | νοικοκυρεύεται | νοικοκυρευόταν(ε) | θα νοικοκυρεύεται | να νοικοκυρεύεται | ||
| α' πληθ. | νοικοκυρευόμαστε | νοικοκυρευόμαστε νοικοκυρευόμασταν |
θα νοικοκυρευόμαστε | να νοικοκυρευόμαστε | ||
| β' πληθ. | νοικοκυρεύεστε | νοικοκυρευόσαστε νοικοκυρευόσασταν |
θα νοικοκυρεύεστε | να νοικοκυρεύεστε | (νοικοκυρεύεστε) | |
| γ' πληθ. | νοικοκυρεύονται | νοικοκυρεύονταν νοικοκυρευόντουσαν |
θα νοικοκυρεύονται | να νοικοκυρεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νοικοκυρεύτηκα | θα νοικοκυρευτώ | να νοικοκυρευτώ | νοικοκυρευτεί | ||
| β' ενικ. | νοικοκυρεύτηκες | θα νοικοκυρευτείς | να νοικοκυρευτείς | νοικοκυρέψου | ||
| γ' ενικ. | νοικοκυρεύτηκε | θα νοικοκυρευτεί | να νοικοκυρευτεί | |||
| α' πληθ. | νοικοκυρευτήκαμε | θα νοικοκυρευτούμε | να νοικοκυρευτούμε | |||
| β' πληθ. | νοικοκυρευτήκατε | θα νοικοκυρευτείτε | να νοικοκυρευτείτε | νοικοκυρευτείτε | ||
| γ' πληθ. | νοικοκυρεύτηκαν νοικοκυρευτήκαν(ε) |
θα νοικοκυρευτούν(ε) | να νοικοκυρευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω νοικοκυρευτεί | είχα νοικοκυρευτεί | θα έχω νοικοκυρευτεί | να έχω νοικοκυρευτεί | νοικοκυρεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις νοικοκυρευτεί | είχες νοικοκυρευτεί | θα έχεις νοικοκυρευτεί | να έχεις νοικοκυρευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει νοικοκυρευτεί | είχε νοικοκυρευτεί | θα έχει νοικοκυρευτεί | να έχει νοικοκυρευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε νοικοκυρευτεί | είχαμε νοικοκυρευτεί | θα έχουμε νοικοκυρευτεί | να έχουμε νοικοκυρευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε νοικοκυρευτεί | είχατε νοικοκυρευτεί | θα έχετε νοικοκυρευτεί | να έχετε νοικοκυρευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν νοικοκυρευτεί | είχαν νοικοκυρευτεί | θα έχουν νοικοκυρευτεί | να έχουν νοικοκυρευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι νοικοκυρεμένος - είμαστε, είστε, είναι νοικοκυρεμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν νοικοκυρεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν νοικοκυρεμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι νοικοκυρεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι νοικοκυρεμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι νοικοκυρεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι νοικοκυρεμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- νοικοκυρεύω - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
- νοικοκυρεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- νοικοκυρεύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- s.v. νοικοκύρης - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- νοικοκυρεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
νοικοκυρεύω
- άλλη μορφή του οἰκοκυρεύω
- άλλες μορφές: νοικοκυρεύγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.