ανησυχώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανησυχώ < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνησυχῶ [1] < ανήσυχ(ος) + -ώ & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inquiéter, s'inquiéter
- για τη σημασία «αναστατώνω, χαλάω την ησυχία» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική troubler [2] [3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ni.siˈxo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νη‐συ‐χώ
- τονικό παρώνυμο: ανήσυχο
Ρήμα
ανησυχώ, πρτ.: ανησυχούσα, αόρ.: ανησύχησα (χωρίς παθητική φωνή)
- (αμετάβατο) βρίσκομαι σε ανησυχία, διακατέχομαι από κάποια αγωνία ή φόβο
- (μεταβατικό) προκαλώ ανησυχία, αγωνία σε κάποιον
- (μεταβατικό) αναστατώνω κάποιον, χαλάω την ησυχία κάποιου
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανησυχώ | ανησυχούσα | θα ανησυχώ | να ανησυχώ | ανησυχώντας | |
| β' ενικ. | ανησυχείς | ανησυχούσες | θα ανησυχείς | να ανησυχείς | ||
| γ' ενικ. | ανησυχεί | ανησυχούσε | θα ανησυχεί | να ανησυχεί | ||
| α' πληθ. | ανησυχούμε | ανησυχούσαμε | θα ανησυχούμε | να ανησυχούμε | ||
| β' πληθ. | ανησυχείτε | ανησυχούσατε | θα ανησυχείτε | να ανησυχείτε | ανησυχείτε | |
| γ' πληθ. | ανησυχούν(ε) | ανησυχούσαν(ε) | θα ανησυχούν(ε) | να ανησυχούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανησύχησα | θα ανησυχήσω | να ανησυχήσω | ανησυχήσει | ||
| β' ενικ. | ανησύχησες | θα ανησυχήσεις | να ανησυχήσεις | ανησύχησε | ||
| γ' ενικ. | ανησύχησε | θα ανησυχήσει | να ανησυχήσει | |||
| α' πληθ. | ανησυχήσαμε | θα ανησυχήσουμε | να ανησυχήσουμε | |||
| β' πληθ. | ανησυχήσατε | θα ανησυχήσετε | να ανησυχήσετε | ανησυχήστε | ||
| γ' πληθ. | ανησύχησαν ανησυχήσαν(ε) |
θα ανησυχήσουν(ε) | να ανησυχήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανησυχήσει | είχα ανησυχήσει | θα έχω ανησυχήσει | να έχω ανησυχήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανησυχήσει | είχες ανησυχήσει | θα έχεις ανησυχήσει | να έχεις ανησυχήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανησυχήσει | είχε ανησυχήσει | θα έχει ανησυχήσει | να έχει ανησυχήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανησυχήσει | είχαμε ανησυχήσει | θα έχουμε ανησυχήσει | να έχουμε ανησυχήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανησυχήσει | είχατε ανησυχήσει | θα έχετε ανησυχήσει | να έχετε ανησυχήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανησυχήσει | είχαν ανησυχήσει | θα έχουν ανησυχήσει | να έχουν ανησυχήσει |
| |
Μεταφράσεις
προκαλώ ανησυχία σε κάοιον
Αναφορές
- ανησυχώ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανησυχώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανησυχώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.