εφησυχάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εφησυχάζω < ελληνιστική κοινή ἐφησυχάζω

Ρήμα

εφησυχάζω

  1. (αμετάβατο) παύω να ανησυχώ για κάτι και έτσι δε βρίσκομαι σε ετοιμότητα να αντιδράσω
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να πάψει να ανησυχεί και να μη βρίσκεται σε ετοιμότητα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.