θαλασσοδέρνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θαλασσοδέρνομαι < παθητική φωνή του ρήματος θαλασσοδέρνω

Προφορά

ΔΦΑ : /θa.la.soˈðeɾ.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θαλασσοδέρνομαι

Ρήμα

θαλασσοδέρνομαι, πρτ.: θαλασσοδερνόμουν, στ.μέλλ.: θα θαλασσοδαρθώ, αόρ.: θαλασσοδάρθηκα, μτχ.π.π.: θαλασσοδαρμένος

  1.  δείτε το ενεργητικό θαλασσοδέρνω: με χτυπούν τα κύματα της θάλασσας, αντιμετωπίζω μεγάλες τρικυμίες
  2. δουλεύω ως ναυτικός αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες της θάλασσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.