ανασταίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανασταίνω < αρχαία ελληνική ἀνίστημι

Ρήμα

ανασταίνω, στ.μέλλ.: θα αναστήσω, αόρ.: ανέστησα / ανάστησα, παθ.φωνή: ανασταίνομαι, μτχ.π.π.: αναστημένος

  1. επαναφέρω θαυματουργά κάποιον νεκρό στη ζωή
    ο Χριστός θεράπευσε παραλυτικούς και ανέστησε νεκρούς
  2. (μεταφορικά) ξαναδίνω ζωή σε ένα πράγμα που θεωρούνταν άχρηστο ή ξεπερασμένο
  3. παρακολουθώ τη λειτουργία της Ανάστασης τα μεσάνυχτα Μεγάλου Σαββάτου προς Κυριακή του Πάσχα
    πού θα αναστήσετε φέτος;
  4. μεγαλώνω ένα παιδί
    η μάνα μας μας ανάστησε με μύριες δυσκολίες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.