excite

Αγγλικά (en)

ενεστώτας excite
γ΄ ενικό ενεστώτα excites
αόριστος excited
παθητική μετοχή excited
ενεργητική μετοχή exciting

Ρήμα

excite (en)

  1. ενθουσιάζω, κάνω κάποιον να αισθάνεται πολύ ευχαριστημένος, ενδιαφέρον ή ενθουσιώδης, ειδικά για κάτι που πρόκειται να συμβεί
    The idea excited him.
    Τον ενθουσίασε η ιδέα.
    He’s excited easily.
    Ενθουσιάζεται εύκολα.
  2. αναστατώνω
  3. συγκινώ, εξάπτω, κινώ, διεγείρω, προκαλώ ένα έντονο συναίσθημα
    There’s nothing to get excited about.
    Δεν υπάρχει λόγος να συγκινείσαι.
    Modern art doesn’t excite me.
    Δεν με συγκινεί η μοντέρνα τέχνη.
    I excite envy/admiration in someone.
    Εξάπτω/Κινώ ζήλια/θαυμασμό σε κάποιον.
    a story that excites the imagination - μια ιστορία που διεγείρει τη φαντασία
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη arouse

Συγγενικά

Πηγές

  • excite - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 234, 293, 301, 448-449, 831. ISBN 9780194325684., λήμμα: διεγείρω, ενθουσιάζω, εξάπτω, κινώ, συγκινώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.