ανάστατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανάστατος | η | ανάστατη | το | ανάστατο |
| γενική | του | ανάστατου | της | ανάστατης | του | ανάστατου |
| αιτιατική | τον | ανάστατο | την | ανάστατη | το | ανάστατο |
| κλητική | ανάστατε | ανάστατη | ανάστατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανάστατοι | οι | ανάστατες | τα | ανάστατα |
| γενική | των | ανάστατων | των | ανάστατων | των | ανάστατων |
| αιτιατική | τους | ανάστατους | τις | ανάστατες | τα | ανάστατα |
| κλητική | ανάστατοι | ανάστατες | ανάστατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανάστατος < αρχαία ελληνική ἀνάστατος
Επίθετο
ανάστατος, -η, -ο
- αναστατωμένος, άνω-κάτω (αντικείμενα, συναισθήματα, χώρος, άνθρωποι)
- Ο κόσμος είναι ανάστατος με τα νέα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση, αλλά...
- Έρχεσαι για πέντε λεπτά την ημέρα κι αφήνεις το σπίτι ανάστατο σαν να πέρασε ανεμοθύελλα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.