ξεσηκώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεσηκώνω < μεσαιωνική ελληνική ἐκσηκῶ
Ρήμα
ξεσηκώνω
- δημιουργώ αναστάτωση, χαλάω την ησυχία
- παρακινώ σε δράση:
- για διασκέδαση
- για εξέγερση
- αντιγράφω ή μιμούμαι με ακρίβεια κάτι
Σημειώσεις
- συνήθως η έννοια του αντιγράφω δεν χρησιμοποιείται για πρόσωπα επειδή μπορεί να μπερδευτεί με την έννοια του παρακινώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεσηκώνω | ξεσήκωνα | θα ξεσηκώνω | να ξεσηκώνω | ξεσηκώνοντας | |
| β' ενικ. | ξεσηκώνεις | ξεσήκωνες | θα ξεσηκώνεις | να ξεσηκώνεις | ξεσήκωνε | |
| γ' ενικ. | ξεσηκώνει | ξεσήκωνε | θα ξεσηκώνει | να ξεσηκώνει | ||
| α' πληθ. | ξεσηκώνουμε | ξεσηκώναμε | θα ξεσηκώνουμε | να ξεσηκώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξεσηκώνετε | ξεσηκώνατε | θα ξεσηκώνετε | να ξεσηκώνετε | ξεσηκώνετε | |
| γ' πληθ. | ξεσηκώνουν(ε) | ξεσήκωναν ξεσηκώναν(ε) |
θα ξεσηκώνουν(ε) | να ξεσηκώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεσήκωσα | θα ξεσηκώσω | να ξεσηκώσω | ξεσηκώσει | ||
| β' ενικ. | ξεσήκωσες | θα ξεσηκώσεις | να ξεσηκώσεις | ξεσήκωσε | ||
| γ' ενικ. | ξεσήκωσε | θα ξεσηκώσει | να ξεσηκώσει | |||
| α' πληθ. | ξεσηκώσαμε | θα ξεσηκώσουμε | να ξεσηκώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεσηκώσατε | θα ξεσηκώσετε | να ξεσηκώσετε | ξεσηκώστε | ||
| γ' πληθ. | ξεσήκωσαν ξεσηκώσαν(ε) |
θα ξεσηκώσουν(ε) | να ξεσηκώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεσηκώσει | είχα ξεσηκώσει | θα έχω ξεσηκώσει | να έχω ξεσηκώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεσηκώσει | είχες ξεσηκώσει | θα έχεις ξεσηκώσει | να έχεις ξεσηκώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεσηκώσει | είχε ξεσηκώσει | θα έχει ξεσηκώσει | να έχει ξεσηκώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεσηκώσει | είχαμε ξεσηκώσει | θα έχουμε ξεσηκώσει | να έχουμε ξεσηκώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεσηκώσει | είχατε ξεσηκώσει | θα έχετε ξεσηκώσει | να έχετε ξεσηκώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεσηκώσει | είχαν ξεσηκώσει | θα έχουν ξεσηκώσει | να έχουν ξεσηκώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.