ανάσταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάσταση οι αναστάσεις
      γενική της ανάστασης* των αναστάσεων
    αιτιατική την ανάσταση τις αναστάσεις
     κλητική ανάσταση αναστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάσταση < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνάστασις (έγερση από τον τάφο) - (η χριστιανική σημασία στην ελληνιστική κοινή)[1]

Ουσιαστικό

ανάσταση θηλυκό

  1. η επαναφορά στη ζωή ενός νεκρού για τη θρησκευτική σημασία  δείτε τις λέξεις Ανάσταση και τη γραφή
    η ανάσταση του Λαζάρου
  2. (μεταφορικά) η αναγέννηση, αναζωογόνηση μετά από περίοδο παρακμής
  3. (ως επιφώνημα) επιτέλους!
    Το κατάλαβες, επιτέλους! Ανάσταση!

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.