διασαλεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διασαλεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασαλεύω (ταρακουνάω) < δια- + αρχαία ελληνική σαλεύω < σάλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.saˈle.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σα‐λεύ‐ω
Ρήμα
διασαλεύω, αόρ.: διασάλευσα, παθ.φωνή: διασαλεύομαι, π.αόρ.: διασαλεύθηκα/διασαλεύτηκα, μτχ.π.π.: διασαλευμένος
- αναστατώνω, τραντάζω, συνήθως την έννομη τάξη
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- διασάλευση
- διασαλευτής
- → δείτε τις λέξεις διά, σαλεύω και σάλος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διασαλεύω | διασάλευα | θα διασαλεύω | να διασαλεύω | διασαλεύοντας | |
| β' ενικ. | διασαλεύεις | διασάλευες | θα διασαλεύεις | να διασαλεύεις | διασάλευε | |
| γ' ενικ. | διασαλεύει | διασάλευε | θα διασαλεύει | να διασαλεύει | ||
| α' πληθ. | διασαλεύουμε | διασαλεύαμε | θα διασαλεύουμε | να διασαλεύουμε | ||
| β' πληθ. | διασαλεύετε | διασαλεύατε | θα διασαλεύετε | να διασαλεύετε | διασαλεύετε | |
| γ' πληθ. | διασαλεύουν(ε) | διασάλευαν διασαλεύαν(ε) |
θα διασαλεύουν(ε) | να διασαλεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διασάλευσα | θα διασαλεύσω | να διασαλεύσω | διασαλεύσει | ||
| β' ενικ. | διασάλευσες | θα διασαλεύσεις | να διασαλεύσεις | διασάλευσε | ||
| γ' ενικ. | διασάλευσε | θα διασαλεύσει | να διασαλεύσει | |||
| α' πληθ. | διασαλεύσαμε | θα διασαλεύσουμε | να διασαλεύσουμε | |||
| β' πληθ. | διασαλεύσατε | θα διασαλεύσετε | να διασαλεύσετε | διασαλεύστε | ||
| γ' πληθ. | διασάλευσαν διασαλεύσαν(ε) |
θα διασαλεύσουν(ε) | να διασαλεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διασαλεύσει | είχα διασαλεύσει | θα έχω διασαλεύσει | να έχω διασαλεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διασαλεύσει | είχες διασαλεύσει | θα έχεις διασαλεύσει | να έχεις διασαλεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διασαλεύσει | είχε διασαλεύσει | θα έχει διασαλεύσει | να έχει διασαλεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διασαλεύσει | είχαμε διασαλεύσει | θα έχουμε διασαλεύσει | να έχουμε διασαλεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διασαλεύσει | είχατε διασαλεύσει | θα έχετε διασαλεύσει | να έχετε διασαλεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διασαλεύσει | είχαν διασαλεύσει | θα έχουν διασαλεύσει | να έχουν διασαλεύσει |
| |
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διασαλεύομαι | διασαλευόμουν(α) | θα διασαλεύομαι | να διασαλεύομαι | ||
| β' ενικ. | διασαλεύεσαι | διασαλευόσουν(α) | θα διασαλεύεσαι | να διασαλεύεσαι | (διασαλεύου) | |
| γ' ενικ. | διασαλεύεται | διασαλευόταν(ε) | θα διασαλεύεται | να διασαλεύεται | ||
| α' πληθ. | διασαλευόμαστε | διασαλευόμαστε διασαλευόμασταν |
θα διασαλευόμαστε | να διασαλευόμαστε | ||
| β' πληθ. | διασαλεύεστε | διασαλευόσαστε διασαλευόσασταν |
θα διασαλεύεστε | να διασαλεύεστε | (διασαλεύεστε) | |
| γ' πληθ. | διασαλεύονται | διασαλεύονταν διασαλευόντουσαν |
θα διασαλεύονται | να διασαλεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διασαλεύθηκα | θα διασαλευθώ | να διασαλευθώ | διασαλευθεί | ||
| β' ενικ. | διασαλεύθηκες | θα διασαλευθείς | να διασαλευθείς | διασαλεύσου | ||
| γ' ενικ. | διασαλεύθηκε | θα διασαλευθεί | να διασαλευθεί | |||
| α' πληθ. | διασαλευθήκαμε | θα διασαλευθούμε | να διασαλευθούμε | |||
| β' πληθ. | διασαλευθήκατε | θα διασαλευθείτε | να διασαλευθείτε | διασαλευθείτε | ||
| γ' πληθ. | διασαλεύθηκαν διασαλευθήκαν(ε) |
θα διασαλευθούν(ε) | να διασαλευθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διασαλευθεί | είχα διασαλευθεί | θα έχω διασαλευθεί | να έχω διασαλευθεί | διασαλευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διασαλευθεί | είχες διασαλευθεί | θα έχεις διασαλευθεί | να έχεις διασαλευθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διασαλευθεί | είχε διασαλευθεί | θα έχει διασαλευθεί | να έχει διασαλευθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διασαλευθεί | είχαμε διασαλευθεί | θα έχουμε διασαλευθεί | να έχουμε διασαλευθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διασαλευθεί | είχατε διασαλευθεί | θα έχετε διασαλευθεί | να έχετε διασαλευθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διασαλευθεί | είχαν διασαλευθεί | θα έχουν διασαλευθεί | να έχουν διασαλευθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διασαλευμένος - είμαστε, είστε, είναι διασαλευμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διασαλευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διασαλευμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διασαλευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διασαλευμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διασαλευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διασαλευμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.