αναλώσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναλώσιμος | η | αναλώσιμη | το | αναλώσιμο |
| γενική | του | αναλώσιμου | της | αναλώσιμης | του | αναλώσιμου |
| αιτιατική | τον | αναλώσιμο | την | αναλώσιμη | το | αναλώσιμο |
| κλητική | αναλώσιμε | αναλώσιμη | αναλώσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναλώσιμοι | οι | αναλώσιμες | τα | αναλώσιμα |
| γενική | των | αναλώσιμων | των | αναλώσιμων | των | αναλώσιμων |
| αιτιατική | τους | αναλώσιμους | τις | αναλώσιμες | τα | αναλώσιμα |
| κλητική | αναλώσιμοι | αναλώσιμες | αναλώσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναλώσιμος < αναλώνω
Επίθετο
αναλώσιμος
- που μπορεί να αναλωθεί, να ξοδευτεί
- όρος της βιομηχανίας τροφίμου για το χρονικό όριο ασφαλούς κατανάλωσης των προϊόντων
- αναλώσιμο έως 3/3/2025
- (μεταφορικά) που δεν αξίζει να σωθεί, που δεν στοιχίζει τίποτε να χαθεί -ακόμα και για ανθρώπους
- Έστειλαν ταυς ανώνυμους σαν φανταράκια στο Ιράκ γιατί ήταν αναλώσιμοι ενώ κράτησαν στο υπουργείο Άμυνας γραφιάδες όσους ήταν συγγενείς πολιτικών ή επιχειρηματιών
Μεταφράσεις
προϊόντα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.