consommable
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
| ενικός | πληθυντικός |
| consommable | consommables |
consommable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αναλώσιμος
- που δεν μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί
- (οικείο) που μπορεί να γαμηθεί
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| consommable | consommables |
consommable (fr) αρσενικό
- (συνήθως στον πληθυντικό) τα αναλώσιμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη consommer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.